σουβαντίζω

σουβαντίζω
βλ. σοβατίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σοβατίζω — και σοβαντίζω και σουβατίζω και σουβαντίζω και σουβαδίζω Ν επιχρίω επιφάνεια τοίχου με σοβά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sivadim, αόρ. τού ρ. sivamak] …   Dictionary of Greek

  • σουβατίζω — και σουβαντίζω Ν βλ. σοβατίζω …   Dictionary of Greek

  • σοβατίζω — και σουβαντίζω και σοβαντίζω σοβάτισα, σοβατίστηκα, σοβατισμένος, ρίχνω σοβά στους τοίχους: Πρώτα θα σοβατίσει το σπίτι και μετά θα το βάφει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”